- ωκύσκοπος
- και ὠκυσκόπος, -ον, Ααυτός που εξετάζει κάτι με οξύτητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «οξύς» + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. πολύ-σκοπος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠκύσκοπον — ὠκύσκοπος quick aiming masc/fem acc sg ὠκύσκοπος quick aiming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek